υπόρρητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπόρρητος η υπόρρητη το υπόρρητο
      γενική του υπόρρητου της υπόρρητης του υπόρρητου
    αιτιατική τον υπόρρητο την υπόρρητη το υπόρρητο
     κλητική υπόρρητε υπόρρητη υπόρρητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπόρρητοι οι υπόρρητες τα υπόρρητα
      γενική των υπόρρητων των υπόρρητων των υπόρρητων
    αιτιατική τους υπόρρητους τις υπόρρητες τα υπόρρητα
     κλητική υπόρρητοι υπόρρητες υπόρρητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπόρρητος < υπό + ρητός

Επίθετο[επεξεργασία]

υπόρρητος

  • που δεν λέγεται ευθέως, αλλά αφήνεται να εννοηθεί έμμεσα
    ※  Δίχως να παραβλέψουμε την κοινωνικοοικονομική παράμετρο όσον αφορά τη διαμόρφωση και κίνηση της ανθρώπινης ιστορίας (φέρ' ειπείν την ταξική πάλη) θα λέγαμε πως η σκέψη είναι συνάμα βούληση και απόφαση, μαζί με τις ανθρώπινες ανάγκες, ώθηση των ανθρώπων για να εργαστούν και να παράγουν, ηθικός νόμος, παθιασμένο αίτημα και φόρμα με φόρτιση από μια άβυσσο κρυμμένων και υπόρρητων περιεχομένων. (*)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]