υψημοριακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υψημοριακός η υψημοριακή το υψημοριακό
      γενική του υψημοριακού της υψημοριακής του υψημοριακού
    αιτιατική τον υψημοριακό την υψημοριακή το υψημοριακό
     κλητική υψημοριακέ υψημοριακή υψημοριακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υψημοριακοί οι υψημοριακές τα υψημοριακά
      γενική των υψημοριακών των υψημοριακών των υψημοριακών
    αιτιατική τους υψημοριακούς τις υψημοριακές τα υψημοριακά
     κλητική υψημοριακοί υψημοριακές υψημοριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υψημοριακός < υψιμοριακός κατά το υψηλός με περικοπή του υψηλο- + μοριακός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική high-density)

Επίθετο[επεξεργασία]

υψημοριακός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]