φακελίσκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φακελίσκος < φάκελος + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φακελίσκος αρσενικό
- ο μικρός φάκελος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φακελίσκος
|