φαντασμαγορικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαντασμαγορικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική fantasmagorique < fantasmagorie < αρχαία ελληνική φάντασμα (< φαντάζω < φαίνω) + allégorie (< αρχαία ελληνική ἀλληγορία)
Επίθετο[επεξεργασία]
φαντασμαγορικός
- σχετικός με τη φαντασμαγορία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαντασμαγορικός