φεουδαλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φεουδαλικός < (μεταφραστικό δάνειο) feudal
- H λέξη μαρτυρείται απ' το 1789
Επίθετο[επεξεργασία]
φεουδαλικός -ή -ό
- → δείτε τη λέξη φεουδαρχικός