φθαρτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φθαρτικός < αρχαία ελληνική φθαρτικός < φθείρω
Επίθετο[επεξεργασία]
φθαρτικός
- που φθείρει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φθαρτικός < φθείρω
Επίθετο[επεξεργασία]
φθαρτικός, φθαρτική, φθαρτικόν
Αντώνυμα[επεξεργασία]
- ποιητικός (με την έννοια του δημιουργικός)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- φθαρτικῶς (επίρρημα)