φθογγολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φθογγολογικός < φθογγολογ(ία) + -ικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fθoŋ.ɡo.loˈʝi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φθογ‐γο‐λο‐γι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
φθογγολογικός
- (γλωσσολογία) σχετικός με τη φθογγολογία
- → δείτε και τη λέξη φθογγολογικό (ουσιαστικοποιημένο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φθογγολογικός
|