φιλοτουρκικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φιλοτουρκικός
- που υποστηρίζει τα συμφέροντα της Τουρκίας, συνάδει με αυτά
- Η γερμανική πολιτική υπήρξε φιλοτουρκική στην ανατολική Μεσόγειο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- φιλότουρκος
- τουρκόφιλος (με εμπλοκή όχι αποκλειστικά ψυχρής πολιτικής στάσης αλλά και συναισθημάτων)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλοτουρκικός