φιλοφοβία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλοφοβία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική philophobia < αρχαία ελληνική φιλῶ + φόβος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιλοφοβία θηλυκό
- (νεολογισμός) (ψυχιατρική) η αποφυγή του έρωτα, ο φόβος που νιώθει κάποιος στην ιδέα να ερωτευτεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλοφοβία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Ψυχιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)