φουρνόσπιτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φουρνόσπιτο τα φουρνόσπιτα
      γενική του φουρνόσπιτου των φουρνόσπιτων
    αιτιατική το φουρνόσπιτο τα φουρνόσπιτα
     κλητική φουρνόσπιτο φουρνόσπιτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φουρνόσπιτο < φούρν(ος) + -ό- + -σπιτο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fuɾˈno.spi.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φουρ‐νό‐σπι‐το

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φουρνόσπιτο ουδέτερο [1]

  • (παραδοσιακή αρχιτεκτονική) βοηθητικό κτίσμα[2] σε αυλή σπιτιού στο εσωτερικό του οποίου υπάρχει κτιστός φούρνος
    ※  Και σαν ξημέρωσε η Λαμπρή, έκαμα βόλτα τα χωράφια και μάζεψα ξεράδια, κληματόβεργες και κάθε λογής κλαδιά, τα παράχωσα στον φούρνο μαζί με δυο τρία κουτσουράκια κι έβαλα φωτιά, συντροφευμένος με έμπειρους φουρνάρηδες για ορμήνιες. Ζωντάνεψε αμέσως το φουρνόσπιτο, γέμισε η γειτονιά με άσπρη κάπνα και θυμίαμα καμένου ξύλου, μαζεύτηκαν τριγύρω κοπέλια και μεγάλοι με τα κεράσματά τους να κάμουνε χάζι το σπουδαίο γεγονός. (Λευτέρης Κουγιουμουτζής, Το φουρνόσπιτο, Εφημερίδα των Συντακτών, 10 Μαΐου 2016)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. φουρνόσπιτο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)
  2. archaiologia.gr Γεωργιάδου, Ζωή. Ηλίας, Παναγιώτης. Τα κοσμήματα ενός λαϊκού κτίσματος: η περίπτωση του σπιτιού του Ροδάκη στην Αίγινα. 2018.07.09.