φούρκισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φούρκισμα < φουρκίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φούρκισμα ουδέτερο
- βάζω φούρκα στα δέντρα
- (παρωχημένο) κρεμάω κάποιον, τον απαγχονίζω σε κρεμάλα
- ο θυμός, ο ψυχικός βρασμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φούρκισμα
|