φρούρηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φρούρηση οι φρουρήσεις
      γενική της φρούρησης* των φρουρήσεων
    αιτιατική τη φρούρηση τις φρουρήσεις
     κλητική φρούρηση φρουρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φρουρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φρούρηση < φρούρησις καθαρεύουσα < φρουρῶ < φρουρέω < φρουρός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φρούρηση θηλυκό

  • φρούρηση προεδρικού μεγάρου, τράπεζας, του πρωθυπουργού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]