φρυκτωρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φρυκτωρία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φρυκτωρία < φρυκτωρός < φρυκτός + οὖρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φρυκτωρία θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- φρυκτωρία στη Βικιπαίδεια
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | φρυκτωρίᾱ | αἱ | φρυκτωρίαι |
γενική | τῆς | φρυκτωρίᾱς | τῶν | φρυκτωριῶν |
δοτική | τῇ | φρυκτωρίᾳ | ταῖς | φρυκτωρίαις |
αιτιατική | τὴν | φρυκτωρίᾱν | τὰς | φρυκτωρίᾱς |
κλητική ὦ! | φρυκτωρίᾱ | φρυκτωρίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φρυκτωρίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φρυκτωρίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φρυκτωρία θηλυκό
- η ειδοποίηση κάποιου με φωτεινά σήματα
- εστία γεμάτη με καύσιμο, έτοιμο να αναφλεγεί για τη μετάδοση μηνυμάτων
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)