οὖρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: οὐρός, οὖρον

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οὖρος οἱ οὖροι
      γενική τοῦ οὔρου τῶν οὔρων
      δοτική τῷ οὔρ τοῖς οὔροις
    αιτιατική τὸν οὖρον τοὺς οὔρους
     κλητική ! οὖρε οὖροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  οὔρω
γεν-δοτ τοῖν  οὔροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

οὖρος: < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wer- (αντιλαμβάνομαι) (συγγενές του ὁράω / ὁρῶ) ή πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sorwos ‎(φύλακας)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οὖρος, -ου αρσενικό

  1. φύλακας, φρουρός
  2. επιστάτης
  3. επίτροπος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

οὖρος: < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃er- (κινώ, αναδεύω). Συγγενικά: ὄρνυμι, οὔριος και αὔρα.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οὖρος, -ου αρσενικό

  1. (άνεμος) ο ευνοϊκός άνεμος
  2. (μεταφορικά) η ευκαιρία

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ετυμολογία 3[επεξεργασία]

οὖρος: διαλεκτικός τύπος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οὖρος, -ου αρσενικό

Ετυμολογία 4[επεξεργασία]

οὖρος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οὖρος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]