φτασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φτασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φτάνω
Μετοχή[επεξεργασία]
φτασμένος, -η, -ο
- καταξιωμένος και πεπειραμένος στη σταδιοδρομία
- ※ Σήμερα είναι ένας φτασμένος μηχανικός που δεν προλαβαίνει να κλείνει δουλειές. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φτασμένος