φωτολιθογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωτολιθογραφικός < φωτολιθογραφ(ία) + -ικός (μαρτυρείται από το 1896)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fo.to.li.θo.ɣɾa.fiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐το‐λι‐θο‐γρα‐φι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
φωτολιθογραφικός, -ή, -ό
- (τυπογραφία) ο σχετικός με τη φωτολιθογραφία
- ↪φωτολιθογραφική ανατύπωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωτολιθογραφικός
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 1096, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές[επεξεργασία]
- φωτολιθογραφικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)