χαράτσωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαράτσωμα < χαρατσώ(νω) + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαράτσωμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαρατσώνω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαράτσωμα
|