χιονοκουβέρτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χιονοκουβέρτα < χιονο- + κουβέρτα, απόδοση για την αγγλική snow sock, κυριολεκτικά: χιονοκάλτσα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ço.no.kuˈveɾ.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νο‐κου‐βέρ‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χιονοκουβέρτα θηλυκό, συνήθως στον πληθυντικό
- (νεολογισμός) υφασμάτινο αντιολισθητικό κάλυμμα για τροχούς οχημάτων, που αυξάνει την πρόσφυσή τους στο οδόστρωμα που έχει χιόνι ή πάγο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- υφασμάτινες αλυσίδες (χιονιού)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χιονο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικές αποδόσεις από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)