χιονολαίλαπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χιονολαίλαπα < χιονο- + λαίλαπα, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική snowsquall (μαρτυρείται από το 2022)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ço.noˈle.la.pa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νο‐λαί‐λα‐πα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χιονολαίλαπα θηλυκό
- (νεολογισμός, μετεωρολογία) πυκνή και ξαφνική χιονόπτωση που συνοδεύεται από ισχυρούς ανέμους που παρασύρουν (και) το χιόνι
- ※ Για «χιονολαίλαπες» και «χιονοκαταιγίδες» που αναμένεται να «χτυπήσουν» την Ελλάδα με την επέλαση της «Ελπίδας», κάνει λόγο στις τελευταίες του εκτιμήσεις ο μετεωρολόγος (…). (εφ. Τα Νέα, 23.01.2022)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Snowsquall στην αγγλική Βικιπαίδεια
- χιονοκαταιγίδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χιονολαίλαπα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χιονο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)