χιτώνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χιτώνιο | τα | χιτώνια |
γενική | του | χιτωνίου & χιτώνιου |
των | χιτωνίων |
αιτιατική | το | χιτώνιο | τα | χιτώνια |
κλητική | χιτώνιο | χιτώνια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χιτώνιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χιτώνιον < χιτών + υποκοριστικό επίθημα -ιον [1]
- για τον όρο τεχνολογίας < άμεσο δάνειο από την αγγλική jacket
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χιτώνιο ουδέτερο
- (ενδυμασία, στρατιωτικός όρος είδος στρατιωτικού σακακιού
- (τεχνολογία) πρόσθετος εσωτερικός κύλινδρος για την προστασία του εξωτερικού
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χιτώνιο
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ χιτώνιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)