χνουδένιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χνουδένιος | η | χνουδένια | το | χνουδένιο |
γενική | του | χνουδένιου | της | χνουδένιας | του | χνουδένιου |
αιτιατική | τον | χνουδένιο | τη | χνουδένια | το | χνουδένιο |
κλητική | χνουδένιε | χνουδένια | χνουδένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χνουδένιοι | οι | χνουδένιες | τα | χνουδένια |
γενική | των | χνουδένιων | των | χνουδένιων | των | χνουδένιων |
αιτιατική | τους | χνουδένιους | τις | χνουδένιες | τα | χνουδένια |
κλητική | χνουδένιοι | χνουδένιες | χνουδένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xnuˈðe.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χνου‐δέ‐νιος
Επίθετο[επεξεργασία]
χνουδένιος, -α, -ο
- άλλη μορφή του χνουδωτός, χνουδάτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χνουδένιος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- χνουδένιος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ένιος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)