χνουδερός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xnu.ðeˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χνου‐δε‐ρός
Επίθετο[επεξεργασία]
χνουδερός, -ή, -ό
- που έχει πολύ χνούδι
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη χνουδωτός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη χνούδι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χνουδερός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- χνουδερός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)