χουντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
χουντικός -ή -ό (πολιτική)
- ο σχετικός με τη χούντα
- που συμμετείχε στη συγκρότηση της στρατιωτικής χούντας του 1967 ή υπηρέτησε ενεργά τη δικτατορία
- που υποστηρίζει τη χούντα
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χουντικός
|