χωνίον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χωνίον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή χωνίον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χωνίον ουδέτερο και χωνίν

Πηγές[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χωνίον τὰ χωνί
      γενική τοῦ χωνίου τῶν χωνίων
      δοτική τῷ χωνί τοῖς χωνίοις
    αιτιατική τὸ χωνίον τὰ χωνί
     κλητική ! χωνίον χωνί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χωνίω
γεν-δοτ τοῖν  χωνίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χωνίον < αρχαία ελληνική χώνη ή χῶνος, συνηρημένοι τύποι από την αρχαία ελληνική λέξη χοάνη και χόανος +   + υποκοριστικό επίθημα -ίον < χέω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χωνίον ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κεραμεικό χωνίον 1ου έως 3ου μ.Χ. αιώνα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]