ψαράδικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ψαράδικος, -η, -ο
- που αναφέρεται στους ψαράδες και το ψάρεμα
- ψαράδικο καπέλο: μεγάλο πλατύγυρο ψάθινο καπέλο, σαν κι αυτό που φορούν οι ψαράδες
- ψαράδικο παντελόνι: παντελόνι με μπατζάκια ως τα γόνατα