ψαχνιώτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψαχνιώτικος < Ψαχνιώτ(ης) + -ικος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /psaˈxɲo.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψα‐χνιώ‐τι‐κος
Επίθετο[επεξεργασία]
ψαχνιώτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με τα Ψαχνά ή τους κατοίκους τους
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψαχνιώτικος
|