ψιθυριστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψιθυριστός < ψιθυρίζω + -τός < αρχαία ελληνική ψιθυρίζω
Επίθετο[επεξεργασία]
ψιθυριστός, -ή, -ό
- που ψιθυρίζεται
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψιθυριστός
|