ψιλοδουλεμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψιλοδουλεμένος η ψιλοδουλεμένη το ψιλοδουλεμένο
      γενική του ψιλοδουλεμένου της ψιλοδουλεμένης του ψιλοδουλεμένου
    αιτιατική τον ψιλοδουλεμένο την ψιλοδουλεμένη το ψιλοδουλεμένο
     κλητική ψιλοδουλεμένε ψιλοδουλεμένη ψιλοδουλεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψιλοδουλεμένοι οι ψιλοδουλεμένες τα ψιλοδουλεμένα
      γενική των ψιλοδουλεμένων των ψιλοδουλεμένων των ψιλοδουλεμένων
    αιτιατική τους ψιλοδουλεμένους τις ψιλοδουλεμένες τα ψιλοδουλεμένα
     κλητική ψιλοδουλεμένοι ψιλοδουλεμένες ψιλοδουλεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψιλοδουλεμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου ψιλοδουλεύω

Μετοχή[επεξεργασία]

ψιλοδουλεμένος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]