ψιλοκρυωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψιλοκρυωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου < ψιλο- + κρυωμένος (Πρότυπο:μτχπp)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /psi.lo.kɾi.oˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψι‐λο‐κρυ‐ω‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
ψιλοκρυωμένος, -η, -ο
- λίγο κρυωμένος
- ↪ Είμαι ψιλοκρυωμένος· ψιλοβήχω, και τρέχει η μύτη μου.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψιλοκρυωμένος
|