ψυχοπαίδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψυχοπαίδι τα ψυχοπαίδια
      γενική
    αιτιατική το ψυχοπαίδι τα ψυχοπαίδια
     κλητική ψυχοπαίδι ψυχοπαίδια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψυχοπαίδι < ψυχή και παιδί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψυχοπαίδι ουδέτερο

  1. ο ψυχογιός ή ψυχοκόρη, το παιδί που κάποιος υιοθετεί νομικά ή και άτυπα, δηλαδή χωρίς να έχει λάβει επισήμως την κηδεμονία του
  2. το απροστάτευτο, ορφανό ή πολύ φτωχό παιδί που κάποιοι (κυρίως μέχρι τον 19ο αιώνα) αναλάμβαναν να εντάξουν στην οικογένειά τους είτε από οίκτο και επί ίσοις όροις με τα βιολογικά τους παιδιά είτε για να το χρησιμοποιήσουν ως εργάτη-αγρότη και αργότερα ως γηροκόμο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]