ψωριάρικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψωριάρικος < ψωριάρης
Επίθετο[επεξεργασία]
ψωριάρικος, ψωριάρικη, ψωριάρικο
- ο σχετικός με τον ψωριάρη, αυτός που μοιάζει σαν να έχει ψώρα, ο βρώμικος, το παραμελημένο ζώο που δείχνει καχεκτικό και που το τρίχωμά του δεν είναι σε καλή κατάσταση, χωρίς απαραιτήτως να έχει ψώρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψωριάρικος
|