όροβος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | όροβος | οι | όροβοι |
γενική | του | ορόβου | των | ορόβων |
αιτιατική | τον | όροβο | τους | ορόβους |
κλητική | όροβε | όροβοι | ||
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- όροβος < αρχαία ελληνική ὄροβος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈo.ɾo.vos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ό‐ρο‐βος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
όροβος αρσενικό
- (φυτό) το φυτό Vicia ervilia, οι καρποί του οποίου χρησιμοποιούνται ως ζωοτροφή
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Ρόβι στη Βικιπαίδεια
- ροβίτσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
όροβος
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- όροβος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)