ἀμπελουργός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀμπελουργός οἱ ἀμπελουργοί
      γενική τοῦ ἀμπελουργοῦ τῶν ἀμπελουργῶν
      δοτική τῷ ἀμπελουργ τοῖς ἀμπελουργοῖς
    αιτιατική τὸν ἀμπελουργόν τοὺς ἀμπελουργούς
     κλητική ! ἀμπελουργέ ἀμπελουργοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμπελουργώ
γεν-δοτ τοῖν  ἀμπελουργοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀμπελουργός < ἀμπελ- + -ουργός. Μορφολογικά αναλύεται σε ἄμπελος + ἔργον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀμπελουργός, -οῦ αρσενικό


→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀμπελουργός τὸ ἀμπελουργόν
      γενική τοῦ/τῆς ἀμπελουργοῦ τοῦ ἀμπελουργοῦ
      δοτική τῷ/τῇ ἀμπελουργ τῷ ἀμπελουργ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀμπελουργόν τὸ ἀμπελουργόν
     κλητική ! ἀμπελουργέ ἀμπελουργόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀμπελουργοί τὰ ἀμπελουργᾰ́
      γενική τῶν ἀμπελουργῶν τῶν ἀμπελουργῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀμπελουργοῖς τοῖς ἀμπελουργοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀμπελουργούς τὰ ἀμπελουργᾰ́
     κλητική ! ἀμπελουργοί ἀμπελουργᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀμπελουργώ τὼ ἀμπελουργώ
      γεν-δοτ τοῖν ἀμπελουργοῖν τοῖν ἀμπελουργοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀμπελουργός, -ός, -όν

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]