ἀπήνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀπηνής, απηνής

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ᾰπηνα-
ονομαστική ἀπήνη αἱ ἀπῆναι
      γενική τῆς ἀπήνης τῶν ἀπηνῶν
      δοτική τῇ ἀπήν ταῖς ἀπήναις
    αιτιατική τὴν ἀπήνην τὰς ἀπήνᾱς
     κλητική ! ἀπήνη ἀπῆναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀπήν
γεν-δοτ τοῖν  ἀπήναιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ἀπήνη < (άμεσο δάνειο) σημιτικής προέλευσης (δείτε -ήνη) Συγγενή: ουγκαριτική 𐎀𐎔𐎐 (ρόδα άρματος), εβραϊκή אוֹפַן (ʾōp̄án, ρόδα άρμα). Παρετυμολογική η σύνδεση με το πήνη.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀπήνη θηλυκό

  1. (μέσο μεταφορών)
    1. άμαξα με τέσσερις τροχούς που σέρνεται από μουλάρια
    2. (οποιαδήποτε) άμαξα
    3. άρμα
    4. (συνεκδοχικά) μέσο μεταφοράς
  2. (μεταφορικά) ζευγάρι (όπως αδέλφια)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]