ἀσώδης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀσώδης τὸ ἀσῶδες
      γενική τοῦ/τῆς ἀσώδους τοῦ ἀσώδους
      δοτική τῷ/τῇ ἀσώδει τῷ ἀσώδει
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀσώδη τὸ ἀσῶδες
     κλητική ! ἀσῶδες ἀσῶδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀσώδεις τὰ ἀσώδη
      γενική τῶν ἀσώδων τῶν ἀσώδων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀσώδεσ(ν) τοῖς ἀσώδεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀσώδεις τὰ ἀσώδη
     κλητική ! ἀσώδεις ἀσώδη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀσώδει τὼ ἀσώδει
      γεν-δοτ τοῖν ἀσώδοιν τοῖν ἀσώδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀσώδης < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀσώδης, -ης, -ες

  1. (ιατρική) αυτός που αισθάνεται αηδία ή ναυτία
    ※  5ος αιώνας πκε Ἱπποκράτης, Ἐπιδημίαι, Epidemiarum, 3.17.10 @scaife.perseus
    Ἐν Ἀβδήροισι Νικόδημον ἐξ ἀφροδισίων καὶ ποτῶν πῦρ ἔλαβεν Ἀρχόμενος δὲ ἦν ἀσώδης, καὶ καρδιαλγικός· διψώδης· γλῶσσα ἐπεκαύθη· οὖρα λεπτὰ, μέλανα.
  2. (ιατρική) ασθένεια που συνοδεύεται από ναυτία
    ※  5ος αιώνας πκε Ἱπποκράτης, De diaeta acutorum (spurium), 8, p.432 @scaife.perseus
    ὁκόσοισι δὲ πυρετοὶ ἀσώδεές εἰσι, καὶ ὑποχόνδρια ξυντείνουσι, καὶ κεκλιμένοι οὐκ ἀνέχονται ἐν τῷ αὐτέῳ, καὶ τὰ ἄκρεα ψύχονται πάντα,
    ※  2ος αιώνας κε Γαληνός, In Hippocratis De victu acutorum, 4.40, p.814 @scaife.perseus
    Ἀσώδεις ὀνομάζει πυρετοὺς, ἐν οἷς οἱ κάμνοντες ἀσῶνται καὶ ἀηδῶς ἔχουσι·
  3. αυτός που έχει φάει υπερβολικό φαγητό

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀσώδης < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀσώδης, -ης, -ες, συγκριτικός: ἀσωδέστερος

  1. λασπωμένος, γλιστερός, λασπώδης, βαλτώδης
  2. αμμώδης
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Ἱκέτιδες, 31 (31-32)
    πρὶν πόδα χέρσῳ τῇδ᾽ ἐν ἀσώδει | θεῖναι,
    πρι βάλουνε | πόδι εδώ στ᾽ αμμουδένιο ακρογιάλι,
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]