Ἀλόπη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀλόπη αἱ Ἀλόπαι
      γενική τῆς Ἀλόπης τῶν Ἀλοπῶν
      δοτική τῇ Ἀλόπ ταῖς Ἀλόπαις
    αιτιατική τὴν Ἀλόπην τὰς Ἀλόπᾱς
     κλητική ! Ἀλόπη Ἀλόπαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀλόπ
γεν-δοτ τοῖν  Ἀλόπαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ἀλόπη < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ἀλόπη θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. ονομασία πόλεων

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]