Ἀμφίδωρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀμφίδωρ αἱ Ἀμφίδωραι
      γενική τῆς Ἀμφιδώρᾱς τῶν Ἀμφιδωρῶν
      δοτική τῇ Ἀμφιδώρ ταῖς Ἀμφιδώραις
    αιτιατική τὴν Ἀμφίδωρᾰν τὰς Ἀμφιδώρᾱς
     κλητική ! Ἀμφίδωρ Ἀμφίδωραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀμφιδώρ
γεν-δοτ τοῖν  Ἀμφιδώραιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ἀμφίδωρα, 𐀀𐀠𐀈𐀨 (a-pi-do-ra) < Ἀμφίδωρ(ος) + . Αναλύεται ἀμφι- + δῶρ(ον) +

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ἀμφίδωρα θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]