Ἀταλάντη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἀταλάντη | αἱ | Ἀταλάνται |
γενική | τῆς | Ἀταλάντης | τῶν | Ἀταλαντῶν |
δοτική | τῇ | Ἀταλάντῃ | ταῖς | Ἀταλάνταις |
αιτιατική | τὴν | Ἀταλάντην | τὰς | Ἀταλάντᾱς |
κλητική ὦ! | Ἀταλάντη | Ἀταλάνται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀταλάντᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀταλάνταιν | ||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ἀταλάντη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ἀτάλαντος[1]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ἀταλάντη θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία) γυναικείο όνομα
- (ελληνιστική σημασία) ονομασία νησίδων της Ελλάδας
- (ελληνιστική σημασία) πόλη στην Ημαθία
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Αταλάντη
Πηγές[επεξεργασία]
- Ἀταλάντη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνική μυθολογία (αρχαία ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Νησίδες της Ελλάδας (ελληνιστική κοινή)
- Νησίδες (ελληνιστική κοινή)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (ελληνιστική κοινή)
- Τοπωνύμια (ελληνιστική κοινή)
- Πόλεις της Ελλάδας (ελληνιστική κοινή)
- Πόλεις (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)