ἐνδοκαρδῖτις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐνδοκαρδῖτις | αἱ | ἐνδοκαρδίτιδες | ||||
γενική | τῆς | ἐνδοκαρδίτιδος | τῶν | ἐνδοκαρδιτίδων | ||||
δοτική | τῇ | ἐνδοκαρδίτιδι | ταῖς | ἐνδοκαρδίτισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἐνδοκαρδῖτιν | τὰς | ἐνδοκαρδίτιδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ἐνδοκαρδῖτι | ἐνδοκαρδίτιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἐνδοκαρδῖτις, -ιδος θηλυκό