ἐρικυδής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐρικυδής τὸ ἐρικυδές
      γενική τοῦ/τῆς ἐρικυδοῦς τοῦ ἐρικυδοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἐρικυδεῖ τῷ ἐρικυδεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐρικυδ τὸ ἐρικυδές
     κλητική ! ἐρικυδές ἐρικυδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐρικυδεῖς τὰ ἐρικυδ
      γενική τῶν ἐρικυδῶν τῶν ἐρικυδῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐρικυδέσ(ν) τοῖς ἐρικυδέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐρικυδεῖς τὰ ἐρικυδ
     κλητική ! ἐρικυδεῖς ἐρικυδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐρικυδεῖ τὼ ἐρικυδεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἐρικυδοῖν τοῖν ἐρικυδοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐρικυδής < ἐρι- + -κυδής (κῦδος)

Επίθετο[επεξεργασία]

ἐρικυδής, -ής, -ές, υπερθετικός: ἐρικυδέστατος

  1. πολύ ένδοξος, πολύ διάσημος
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 327 (326-328)
    οὐδ᾽ ὅτε Δήμητρος καλλιπλοκάμοιο ἀνάσσης, | οὐδ᾽ ὁπότε Λητοῦς ἐρικυδέος, οὐδὲ σεῦ αὐτῆς, | ὡς σέο νῦν ἔραμαι καί με γλυκὺς ἵμερος αἱρεῖ.»
    ή της ωραίας Δήμητρος μου άρεσαν τα κάλλη | ή της περίλαμπρης Λητούς, ή πρώτα τα δικά σου, | καθώς για σε πόθος γλυκός με συνεπαίρνει τώρα».
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  2. υπέροχος, λαμπρός, πλούσιος
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 802 (801-803)
    χεύαντες δὲ τὸ σῆμα πάλιν κίον· αὐτὰρ ἔπειτα | εὖ συναγειρόμενοι δαίνυντ᾽ ἐρικυδέα δαῖτα | δώμασιν ἐν Πριάμοιο, διοτρεφέος βασιλῆος.
    Και αφού το μνήμα ετοίμασαν, συναθροισθήκαν όλοι | με τάξιν και εκάθησαν στο θαυμαστό τραπέζι | μέσα στα υψηλά δώματα του σεβαστού Πριάμου.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 20 (υ. Τὰ πρὸ τῆς μνηστηροφονίας.), στίχ. 280 (279-280)
    Οἱ δ᾽ ἐπεὶ ὤπτησαν κρέ᾽ ὑπέρτερα καὶ ἑρύσαντο, | μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ᾽ ἐρικυδέα δαῖτα·
    Οι άλλοι πάλι στο παλάτι, ψημένα πια τα πανωκρέατα, τα τράβηξαν | απ᾽ τη φωτιά, τα μοιραστήκαν μεταξύ τους, απολαμβάνοντας το πλούσιο γεύμα.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  3. ακμαίος, ο γεμάτος ζωή
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 225 (225-226)
    αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἥβης ἐρικυδέος ἵκετο μέτρον, | αὐτοῦ μιν κατέρυκε, δίδου δ᾽ ὅ γε θυγατέρα ἥν·
    και ότ᾽ έφθασε της ζηλευτής νεότητος στο άνθος, | του έδωκε την κόρην του σιμά του να τον έχει,
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 988 (988-991)
    τόν ῥα νέον τέρεν ἄνθος ἔχοντ᾽ ἐρικυδέος ἥβης | παῖδ᾽ ἀταλὰ φρονέοντα φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη | ὦρτ᾽ ἀνερειψαμένη, καί μιν ζαθέοις ἐνὶ νηοῖς | νηοπόλον μύχιον ποιήσατο, δαίμονα δῖον.
    Αυτόν, σαν είχε ακόμα φρέσκο το απαλό λουλούδι της ξακουστής της νιότης, | ένα παιδί με σκέψεις τρυφερές, η Αφροδίτη | που αγαπάει τα χαμόγελα τον σήκωσε αναρπάζοντάς τον και στα βάθη των πανίερων των ναών της | φύλακα τον έκανε, δαίμονα θείο.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]