ἐφολκίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐφολκίς αἱ ἐφολκίδες
      γενική τῆς ἐφολκίδος τῶν ἐφολκίδων
      δοτική τῇ ἐφολκίδ ταῖς ἐφολκίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἐφολκίδ τὰς ἐφολκίδᾰς
     κλητική ! ἐφολκίς* ἐφολκίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐφολκίδε
γεν-δοτ τοῖν  ἐφολκίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐφολκίς < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐφολκίς θηλυκό

  1. άχθος, βάρος
  2. (ναυτικός όρος) ρυμουλκούμενο σκάφος

Πηγές[επεξεργασία]