ἑλίχρυσος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ἑλίχρυσος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἑλίχρυσος οἱ ἑλίχρυσοι
      γενική τοῦ ἑλιχρύσου τῶν ἑλιχρύσων
      δοτική τῷ ἑλιχρύσ τοῖς ἑλιχρύσοις
    αιτιατική τὸν ἑλίχρυσον τοὺς ἑλιχρύσους
     κλητική ! ἑλίχρυσε ἑλίχρυσοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἑλιχρύσω
γεν-δοτ τοῖν  ἑλιχρύσοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἑλίχρυσος < ἕλιξ + χρυσός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἑλίχρυσος, -ου αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]