ἑστιάτωρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἑστιᾱτωρ- ἑστιᾱτορ-
ονομαστική ἑστιάτωρ οἱ ἑστιάτορες
      γενική τοῦ ἑστιάτορος τῶν ἑστιατόρων
      δοτική τῷ ἑστιάτορ τοῖς ἑστιάτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἑστιάτορ τοὺς ἑστιάτορᾰς
     κλητική ! ἑστιᾶτορ ἑστιάτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἑστιάτορε
γεν-δοτ τοῖν  ἑστιατόροιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἑστιάτωρ < ἑστία + -τωρ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἑστιάτωρ, -ορος αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]