-τωρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ωρ οι ορες
      γενική του ορος των όρων
    αιτιατική τον ορα τους ορες
     κλητική ορ ορες
Δείτε το νεότερο -τορας
Κατηγορία όπως «αυτοκράτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-τωρ: σε λέξεις με -τωρ από την αρχαία ελληνική ή τη μεσαιωνική ελληνική ή την καθαρεύουσα [1] < προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
Συνδέεται με το -τήριος → δείτε  αρχαία ελληνική -τήρ < -τής [2]

Επίθημα[επεξεργασία]

-τωρ, -ορος αρσενικό (θηλυκό -τειρα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

επίσης

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-τωρ < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή -τωρ ή (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -τωρ < προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή

Επίθημα[επεξεργασία]

-τωρ

  1. επίθημα για το σχηματισμό δραστικών ουσιαστικών (νέα ελληνικά: -τορας) [3]
    δομῶ, δομη- > δομήτωρ
  2. για δάνειες λέξεις από τα λατινικά σε -tor
    mandator > μανδάτωρ / μαντάτωρ

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
-τωρ, -τορ-
ονομαστική -τωρ οἱ -τορες
      γενική τοῦ -τορος τῶν -τόρων
      δοτική τῷ -τορ τοῖς -τορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν -τορ τοὺς -τορᾰς
     κλητική ! -τορ -τορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -τορε
γεν-δοτ τοῖν  -τόροιν
* Σε μερικές περιπτώσεις, η κλητική, σε -ωρ (όπως στο προπάτωρ).
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-τωρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *-tōr μεταπτωτική βαθμίδα για την κατάληξη στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *-tḗr > αρχαία ελληνική -τήρ, λατινική -tor [4]

Επίθημα[επεξεργασία]

-τωρ, -ορος σπανιότερα, ή/και -ωρος αρσενικό

  1. μεταρηματικό επίθημα για το σχηματισμό δραστικών ουσιαστικών (νέα ελληνικά: -τορας) [5]
    ἡγέομαι, ἡγη- > ἡγήτωρ
    κτάομαι / κτῶμαι, κτη- κτήτωρ
  2. (ελληνιστική σημασία) κατάληξη αντίστοιχη του λατινικού -tor, ιδίως για όρους της διοίκησης
    praetor > πραίτωρ (πραίτορας)
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
-τωρ-
ονομαστική -τωρ οἱ -τωρες
      γενική τοῦ -τωρος τῶν -τώρων
      δοτική τῷ -τωρ τοῖς -τωρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν -τωρ τοὺς -τωρᾰς
     κλητική ! -τωρ -τωρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -τωρε
γεν-δοτ τοῖν  -τώροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πραίτωρ' όπως «πραίτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη -ωρ

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. "-τορας" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «-τορας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. "-τορας" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  4. «-τορας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  5. "-τορας" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας