ἱερακίσκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἱερᾱκισκο-
ονομαστική ἱερακίσκος οἱ ἱερακίσκοι
      γενική τοῦ ἱερακίσκου τῶν ἱερακίσκων
      δοτική τῷ ἱερακίσκ τοῖς ἱερακίσκοις
    αιτιατική τὸν ἱερακίσκον τοὺς ἱερακίσκους
     κλητική ! ἱερακίσκε ἱερακίσκοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἱερακίσκω
γεν-δοτ τοῖν  ἱερακίσκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἱερακίσκος < ἱέραξ (ἱερακ-) + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἱερακίσκος, -ου αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]