ᾀσμάτιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ᾀσμάτιον τὰ ᾀσμάτι
      γενική τοῦ ᾀσματίου τῶν ᾀσματίων
      δοτική τῷ ᾀσματί τοῖς ᾀσματίοις
    αιτιατική τὸ ᾀσμάτιον τὰ ᾀσμάτι
     κλητική ! ᾀσμάτιον ᾀσμάτι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ᾀσματίω
γεν-δοτ τοῖν  ᾀσματίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ᾀσμάτιον < ᾆσμα, ᾄσματος (ᾀσματ-) + υποκοριστικό επίθημα -ιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ᾀσμάτιον ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]