ῥύσιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ῥύσιον | τὰ | ῥύσιᾰ |
γενική | τοῦ | ῥυσίου | τῶν | ῥυσίων |
δοτική | τῷ | ῥυσίῳ | τοῖς | ῥυσίοις |
αιτιατική | τὸ | ῥύσιον | τὰ | ῥύσιᾰ |
κλητική ὦ! | ῥύσιον | ῥύσιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥυσίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ῥυσίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ῥύσιον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ῥύσιος < ἐρύω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ῥύσιον ουδέτερο
- αυτό που το παίρνουν με τη βία, που το αρπάζουν
- λεία, λάφυρο
- ενέχυρο, εγγύηση (ενδεχομένως για απελευθέρωση κάποιου)
- αποζημίωση
- αντίποινο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)