Neigung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Neigung | die | Neigungen |
γενική | der | Neigung | der | Neigungen |
δοτική | der | Neigung | den | Neigungen |
αιτιατική | die | Neigung | die | Neigungen |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Neigung < neigen
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Neigung (de) θηλυκό