Not
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Not | die | Nöte |
γενική | der | Not | der | Nöte |
δοτική | der | Not | den | Nöten |
αιτιατική | die | Not | die | Nöte |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Not (de) θηλυκό
Σύνθετα[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Not < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Not αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [1]