aktywista

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική (mianownik) aktywista aktywiści
γενική (dopełniacz) aktywisty aktywistów
δοτική (celownik) aktywiście aktywistom
αιτιατική (biernik) aktywistę aktywistów
οργανική (narzędnik) aktywistą aktywistami
τοπική (miejscownik) aktywiście aktywistach
κλητική (wołacz) aktywisto aktywiści

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

aktywista (pl) αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]